Σε λίγες ημέρες στο θέατρο “Επίκεντρο”
Για την πένα του Κωνσταντίνου Μάγνη, είναι αδύνατον να βρει κανείς ένα επίθετο. Θα την αδικήσει.
Αυτή ακριβώς η… αδυναμία, είναι που αποτυπώνει την απίστευτη δυναμική της, εκείνο το «κάτι» που σε βάζει μέσα σε μια νευρώδη, ευρεία, αναλυτική σκέψη, με όχημα τις λέξεις, ανοίγοντας διάλογο, κάθε φορά με ένα άλλο κομμάτι του εαυτού σου.
Αν συμφωνήσουμε ότι το θέατρο είναι ο χώρος στον οποίο ο καθένας μας συναντά μια πτυχή του εαυτού του, ανεβασμένη στη σκηνή και υποκλινόμενη στην μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια που την εμπεριέχει, τότε θα συμφωνήσουμε ότι η θέση ενός ταλέντου όπως αυτό του Μάγνη, πίσω από την κουίντα και μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο, υπόσχεται συγκινήσεις.
Έχοντας αποχαιρετήσει, μόλις, τον Τύπο, στον οποίο άφησε ισχυρό αποτύπωμα, ο δρόμος για την έκφρασή του μέσα από την ελεύθερη φόρμα της φαντασίας μοιάζει ανοικτός και ευήλιος.
Αν κρίνουμε μάλιστα από το γεγονός ότι για έναν γραφιά, δεν υπάρχει ποτέ τέλος, τότε μπορούμε να υποθέσουμε με ευκολία ότι αυτός ο ευφυής, πολυσχιδής, βαθιά σκεπτόμενος τύπος, θα μας δώσει πολλές απολαυστικές εκδοχές του ταλέντου του, παίζοντας πλέον σε… άλλο γήπεδο.
Στην εκκίνηση αυτής της -μετά τον Τύπο- διαδρομής, βρίσκουμε ένα «Χαλασμένο τηλέφωνο», το οποίο έρχεται στο θέατρο «Επίκεντρο» από τις 30 Οκτώβρη έως τις 17 Νοεμβρίου να δώσει συνειρμούς «κινητής» εξάρτησης και «ακίνητης» πραγματικότητας, με φόντο τον ακατανοήτο -πλεον- βίο μας, σε σκηνοθεσία Μίλτου Νίκα, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Κόκκαλη.
Ένας άντρας που έχει χάσει τη δουλειά του περπατάει άσκοπα στους δρόμους της πόλης και, για να δείχνει πολυάσχολος, μιλάει διαρκώς στο κινητό του τηλέφωνο που είναι όμως χαλασμένο.
Μια διαδρομή εξάρτησης από μια συσκευή, από μια συνθήκη, από μια «στροφή» της καθημερινότητας σε ένα μονόδρομο (;) ο οποίος παράγει κωμωδία, λίγο πριν καταλήξει στην γειτονιά του δράματος.
Πάμε λοιπόν να δούμε τι λέει ο Κωνσταντίνος Μάγνης, ή αλλιώς, ο… άνθρωπος με το χαλασμένο τηλέφωνο.
Άλλο ένα θεατρικό έργο… Ποιο είναι στη σειρά;
Με βάζεις να μετράω. Λοιπόν, δύο με το ΔΗΠΕΘΕ, τρία με τον Τ. Τσαρδάκα, ένα με τον Γιοβανίδη στη Μαρώνεια, και ερασιτεχνικά καμιά εικοσαριά παρωδίες με το Καρναβαλικό Κομιτάτο.
Η θεατρική γραφή, τι είδους αγάπη είναι; Για να το πω αλλιώς, τι είναι αυτό που τραβάει τον Κωνσταντίνο Μάγνη στο θέατρο;
Η υποβλητική και καταλυτική δύναμη του λόγου και της σιωπής, οι καθηλωτικές ερμηνείες, η μέθεξη, η ταχυδακτυλουργική απόσπαση της προσοχής, και εν τέλει η δυνατότητα που σου δίνει να φεύγεις από τον εαυτό σου για να τον ξαναβρείς με άλλους όρους.
Θυμάσαι τα συναισθήματα που είχες όταν είδες για πρώτη φορά στη σκηνή ένα δικό σου έργο;
Ναι, ήθελα να αγκαλιάσω όλους όσους έρχονταν να το δουν και ταυτόχρονα να φύγω τρέχοντας με την πεποίθηση ότι τους κορόιδεψα και με πήραν χαμπάρι. Και φυσικά μια αίσθηση ευγνωμοσύνης και συνενοχής με όσους εργάστηκαν για την παράσταση, από τους ταξιθέτες μέχρι τον πρωταγωνιστή.
Πάμε στο «Χαλασμένο Τηλέφωνο». Πώς γεννήθηκε στο μυαλό σου η ιδέα να μπλέξεις με τις …γραμμές;
Επαθε μια εμπλοκή το κινητό μου τηλέφωνο από ηλίθιο χειρισμό- δικό μου φυσικά- και για να μου το αποκαταστήσουν, μου ζήτησαν μια καταφανώς καταχρηστική αμοιβή. Μετά από λίγο καιρό, είδα έναν άνδρα που περπατούσε και μιλούσε σαν να τηλεφωνεί, αλλά χωρίς τηλέφωνο. Με είχε καταπλήξει ότι ελάχιστοι το είχαν προσέξει, σχεδόν όλοι νόμισαν ότι τηλεφωνούσε πραγματικά, γιατί είναι σύνηθες να μιλάμε και να μας ακούει το οικοδομικό τετράγωνο. Ποιος ήταν ο ανορθόδοξος, άραγε; Εκείνος ή οι περαστικοί;
Δώσε μας με λίγα λόγια το πλαίσιο της παράστασης που θα δούμε στο Επίκεντρο…
Θα αυτολογοκριθώ, γιατί το έργο πρέπει να σε παραξενεύει για να λειτουργήσει. Ξεκινάει από ένα χαλασμένο τηλέφωνο και στη συνέχεια μας αποκαλύπτει μια χαλασμένη διάνοια.
Η κωμωδία λένε ότι είναι πολύ πιο δύσκολο είδος από το δράμα. Πόσο εύκολο είναι να κάνεις το θεατή συμμέτοχο; Να τον κάνεις να γελάσει;
Να τον κάνεις να γελάσει είναι αρκετά εύκολο, τουλάχιστον για μένα που είχα πάντα μια ροπή στην παρωδία και τη σάτιρα. Το δύσκολο είναι να του συντηρήσεις την προσοχή για όσο διαρκεί η παράσταση και να τον ρυμουλκήσεις στα συναισθήματα και τους προβληματισμούς σου. Να φύγει ευχαριστημένος, να το πω απλά.
Πόση τροφή για κωμωδία δίνει η Πάτρα;
Δεν είχα παράπονο κατά την επαγγελματική μου διαδρομή. Εκτιμώ ότι επικρατεί μεγάλη φαιδρότητα στη δημόσια ζωή, στον κοινωνικό στίβο, τον μιντιακό χώρο, στην καθημερινότητά μας, και φυσικά στον εαυτό μας τον ίδιο. Η ζωή είναι αστεία, γενικότερα, εξαιρουμένων των σπαρακτικών στιγμών της που έρχονται να υπενθυμίσουν σαρωτικά την ευαλωτότητά μας.
Ο ρόλος του σκηνοθέτη στο πώς μεταφέρεται ένα κείμενο από το χαρτί στη σκηνή είναι καίριας σημασίας. Πώς είναι σε αυτό το επίπεδο η συνεργασία με τον Μίλτο Νίκα;
Με τον Μίλτο είχα πάντα μια συνάφεια στο μήκος κύματος. Εχει μια αίσθηση του χιούμορ απολύτως συγγενή με τη δική μου, όπως και μια αίσθηση χρονισμού που συμπίπτει με το δικό μου τέμπο, πιθανώς λόγω κοινών ερεθισμάτων, ποτέ δεν τον ρώτησα για να είμαι ειλικρινής. Επιπλέον έχει δημιουργικό μυαλό και δίνει στο κείμενο μια ερεθιστική οπτική.
Πόσο βοηθάει και πόσο υπονομεύει τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, ή ενός βιβλίου η δημοσιογραφία;
Αυτή η ερώτηση θα μπορούσε να είναι αντικείμενο συνεδρίου. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ ο «μέσος όρος» δημοσιογράφου, πάντα στο μυαλό μου χοροπηδούσε η λογοτεχνική πρόσληψη της πραγματικότητας, θεωρούσα ότι κάνουμε μισή δουλειά αν δεν βασανίσουμε το βάθος των καταστάσεων. Μεγάλο εργαλείο είναι ο επαγγελματικός κυνισμός που αναπτύσσεται στη συνείδησή σου μέσα από την τριβή με τα γεγονότα και τα φαινόμενα: Σκοτώνοντας την αφέλεια, κάνεις βήματα προς την αλήθεια και τον παραγωγικό μηδενισμό. Είναι γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι αναπτύσσουμε το λογοτεχνικό απωθημένο, ενδεχομένως γιατί πριν μπλέξουμε με τη δουλειά έχουμε βουτηχτεί σε διαβάσματα και σε ιδεαλισμούς, που χαρακτήρισαν ιδιαίτερα τον 20ο αιώνα. Ετυχε να μου χαρίσουν έναν τόμο χρονογραφημάτων του Μάρκες, ευτυχώς χαρίζουν ακόμα βιβλία. Ηταν φανερό ότι ο δημοσιογράφος Μάρκες ήταν μεν διακριτός σε σχέση με τον λογοτέχνη Μάρκες, σε βαθμό να μην ξέρεις τι από τα δύο ήταν ο Μάρκες. Δεν ισχύει το πληκτικό «και τα δύο». Νομίζω ότι ήταν δύο Μάρκες. Όπως όλοι μας.
Να ρωτήσω αν σου λείπει ήδη η καθημερινή επαφή με την εφημερίδα;
Δεν θέλω να πω ψέματα. Η γενιά μου εργάστηκε με φοβερούς ρυθμούς. Ακόμα ακούω τα πληκτρολόγια σαν βομβαρδιστικά. Όχι άλλο κάρβουνο. Μπούκωσα από το επάγγελμα και το επάγγελμα από μένα. Διαμορφώθηκε, στο μεταξύ, ένα νέο μιντιακό σύμπαν το οποίο μετατόπισε το καταναλωτικό ενδιαφέρον του κοινού στις σφαίρες των κοινωνικών δικτύων. Πάει η εποχή όπου τη μπάλα την έπαιζαν 11 παίκτες. Τώρα παίζει και ο φίλαθλος και σου κάνει και ντρίμπλες. Υποκλίνεσαι και βγαίνεις από τη σκηνή, προλαβαίνοντας και λίγο χειροκρότημα, εν μέρει εύλογο, εν μέρει ξεκούδουνο. Πολλοί σε συγχαίρουν για τη διαδρομή σου χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς έκανες στο γραφείο.
Αν άνοιγα το συρτάρι σου, τι θα έβρισκα να έχεις στα… σκαριά;
Ημιτελή εγχειρήματα και διάφορες σημειώσεις. Τα ωριμότερα θα έχουν την ευκαιρία τους. Γηράσκω αεί πειραματιζόμενος. Καιρός είναι να διαπιστώσω αν και σε τι είμαι καλός. Θα είμαι μια αμείλικτη διαπίστωση αλλά θα την υποδεχθώ χαμογελαστός. Σαν την πόκα: Παίζεις με δυό βαλέδες και εκεί που νόμιζες ότι κάτι φτουράς, σου βγάζει όλο το τραπέζι τρεις ντάμες, τέσσερις άσους και φλος. Και λες, πού πήγαινα; Αλλά μου άρεσε να παίξω. Χίλιες φορές να χάσεις πανηγυρικά, παρά να μην κάτσεις καθόλου στην τσόχα.
Πηγή: TheBest.gr